| | 단어 | 회화 | 주택 일기 | 동물원 | 식물원 | 기독교 | 언어 | 세계뉴스 | 아르테미스의 궁합   
성경책
구약
신약


성경 구약
분류 창세기
Første Mosebok 창세기 ΓΕΝΕΣΙΣ (19장 1절~38절)
1 De to englene kom til Sodoma om kvelden, mens Lot satt i byporten. Da Lot fikk se dem, reiste han seg og gikk imot dem, bøyde seg til jorden
1 Οι δύο άγγελοι έφτασαν στα Σόδομα το βράδυ, και ο Λωτ καθόταν στην πύλη της πόλης. Μόλις τους είδε, σηκώθηκε να τους προϋπαντήσει και τους προσκύνησε, πέφτοντας με το πρόσωπο στη γη.
날이 저물 때에 그 두 천사가 소돔에 이르니 마침 롯이 소돔 성문에 앉았다가 그들을 보고 일어나 영접하고 땅에 엎드리어 절하여

2 og sa: «Gode herrer, ta inn i huset til deres tjener, bli der i natt og vask føttene! SÅ kan dere stÅ tidlig opp i morgen og dra videre.» De svarte: «Nei, vi vil være ute pÅ torget i natt.»
2 «Παρακαλώ, κύριοί μου», τους είπε, «ελάτε στο σπίτι του δούλου σας να περάσετε τη νύχτα. Να πλύνετε τα πόδια σας, και το πρωί σηκώνεστε και συνεχίζετε το δρόμο σας». Εκείνοι απάντησαν: «Όχι, θα περάσουμε τη νύχτα έξω».
가로되 내 주여 돌이켜 종의 집으로 들어와 발을 씻고 주무시고 일찌기 일어나 갈 길을 가소서 그들이 가로되 아니라 우리가 거리에서 경야하리라

3 Men han nødde dem sÅ sterkt at de tok inn hos ham. Og da de kom inn i huset, laget han til et mÅltid for dem. Han bakte usyret brød, og de spiste.
3 Ο Λωτ όμως επέμενε κι έτσι αποφάσισαν να μείνουν μαζί του και πήγαν σπίτι του. Τους ετοίμασε δείπνο, έψησε άζυμα ψωμιά και έφαγαν.
롯이 간청하매 그제야 돌이켜서 그 집으로 들어 오는지라 롯이 그들을 위하여 식탁을 베풀고 무교병을 구우니 그들이 먹으니라

4 Men før de hadde lagt seg, kom byens folk, mennene i Sodoma, unge og gamle, hver eneste mann, og omringet huset.
4 Πριν όμως κοιμηθούν, οι άντρες των Σοδόμων περικύκλωσαν από παντού το σπίτι. Ήταν εκεί όλος ο αντρικός πληθυσμός της πόλης, νέοι και γέροι.
그들의 눕기 전에 그 성 사람 곧 소돔 백성들이 무론 노소하고 사방에서 다 모여 그 집을 에워싸고

5 De ropte pÅ Lot og sa til ham: «Hvor er de mennene som kom til deg i natt? La dem komme ut til oss, sÅ vi kan fÅ vÅr vilje med dem!»
5 Φώναζαν στο Λωτ και του έλεγαν: «Πού είναι εκείνοι οι άνθρωποι που ήρθαν σπίτι σου απόψε; Φέρ’ τους μας έξω, να συνευρεθούμε μαζί τους!»
롯을 부르고 그에게 이르되 이 저녁에 네게 온 사람이 어디 있느냐 이끌어내라 우리가 그들을 상관하리라

6 Lot gikk da ut i døren til dem, stengte den etter seg
6 Τότε ο Λωτ βγήκε έξω να τους μιλήσει κι έκλεισε πίσω του την πόρτα.
롯이 문밖의 무리에게로 나가서 뒤로 문을 닫고

7 og sa: «Kjære brødre, gjør ikke en slik ugjerning!
7 «Σας παρακαλώ αδέρφια μου», τους έλεγε, «μην κάνετε κανένα κακό.
이르되 청하노니 내 형제들아 이런 악을 행치 말라

8 Jeg har jo to døtre som ingen mann har vært nær. La meg sende dem ut til dere, sÅ dere kan gjøre med dem som dere lyster. Men disse mennene mÅ dere ikke gjøre noe, siden de har funnet ly under mitt tak!»
8 Να, έχω δύο κόρες, που δεν έχουν γνωρίσει άντρα. Θα σας τις φέρω, κι εσείς κάντε τους ό,τι σας αρέσει. Μόνο στους ανθρώπους αυτούς μην κάνετε τίποτε· είναι φιλοξενούμενοί μου κι ήρθαν να προστατευτούν στο σπίτι μου».
내게 남자를 가까이 아니한 두 딸이 있노라 청컨대 내가 그들을 너희에게로 이끌어내리니 너희 눈에 좋은대로 그들에게 행하고 이 사람들은 내 집에 들어왔은즉 이 사람들에게는 아무 짓도 하지말라

9 Men de ropte: «Vekk med deg! Her kommer denne fremmedkaren og vil bo hos oss,» sa de, «og sÅ vil han opptre som dommer! NÅ vil vi bære oss verre at med deg enn med dem.» SÅ trengte de seg voldsomt inn pÅ mannen, pÅ Lot. De stormet mot døren for Å bryte den sund.
9 Εκείνοι όμως φώναζαν: «Φύγε από ’κει!» Και μεταξύ τους έλεγαν: «Ήρθε ένας ξένος και θέλει να μας κρίνει!» «Τώρα θα σου κάνουμε χειρότερα απ’ ό,τι σ’ εκείνους». Και σπρώχνοντας με βία το Λωτ προσπαθούσαν να του σπάσουν την πόρτα.
그들이 가로되 너는 물러나라 또 가로되 이 놈이 들어와서 우거하면서 우리의 법관이 되려 하는도다 이제 우리가 그들보다 너를 더 해하리라 하고 롯을 밀치며 가까이 나아와서 그 문을 깨치려 하는지라

10 Da strakte mennene hÅnden ut, tok Lot inn til seg i huset og stengte døren.
10 Τότε οι φιλοξενούμενοι άπλωσαν το χέρι τους και τράβηξαν το Λωτ μέσα στο σπίτι και έκλεισαν την πόρτα.
그 사람들이 손을 내밀어 롯을 집으로 끌어 들이고 문을 닫으며

11 SÅ forvirret de synet pÅ mennene utenfor døren, bÅde pÅ smÅ og store; hvor mye de strevde, fant de ikke døren.
11 Και τύφλωσαν όλους όσοι ήταν απ’ έξω, μικρούς και μεγάλους, έτσι που άδικα προσπαθούσαν να βρουν την πόρτα του σπιτιού.
문밖의 무리로 무론 대소하고 그 눈을 어둡게 하니 그들이 문을 찾느라고 곤비하였더라

12 Da sa mennene til Lot: «Har du ellers noen her, enten svigersønner, sønner eller døtre eller andre som hører deg til i byen, sÅ skal du ta dem med deg bort herfra.
12 Είπαν τότε οι δυο άντρες στο Λωτ: «Ποιον άλλον έχεις εδώ; Το γαμπρό σου, τους γιους σου και τις κόρες σου και όποιον δικό σου έχεις στην πόλη πάρ’ τους από δωπέρα,
그 사람들이 롯에게 이르되 이 외에 네게 속한 자가 또 있느냐 네 사위나 자녀나 성중에 네게 속한 자들을 다 성밖으로 이끌어내라

13 For nÅ skal vi ødelegge dette stedet, fordi et stort klagerop over folket er nÅdd opp til Herren. Han har sendt oss for Å ødelegge byen.»
13 γιατί θα καταστρέψουμε αυτό τον τόπο. Είναι μεγάλη η κατακραυγή που υψώνεται στον Κύριο ενάντια στους κατοίκους της περιοχής κι ο Κύριος μας έστειλε να καταστρέψουμε τα Σόδομα».
그들에 대하여 부르짖음이 여호와 앞에 크므로 여호와께서 우리로 이곳을 멸하러 보내셨나니 우리가 멸하리라

14 Da gikk Lot ut og sa fra til svigersønnene sine, de som skulle ha døtrene hans. «StÅ opp og kom dere bort fra dette stedet,» sa han; «for nÅ vil Herren ødelegge byen!» Men svigersønnene trodde han drev gjøn med dem.
14 Ο Λωτ πήγε και μίλησε στους γαμπρούς του, που επρόκειτο να παντρευτούν τις θυγατέρες του και τους είπε: «Σηκωθείτε και φύγετε από δωπέρα γιατί ο Κύριος θα καταστρέψει την πόλη». Αυτό όμως φάνηκε αστείο στους γαμπρούς του.
롯이 나가서 그 딸들과 정혼한 사위들에게 고하여 이르되 여호와께서 이 성을 멸하실터이니 너희는 일어나 이곳에서 떠나라 하되 그 사위들이 농담으로 여겼더라

15 Da det grydde av dag, skyndte englene pÅ Lot og sa: «StÅ opp, ta din kone og dine to døtre som er her, sÅ dere ikke blir revet bort pÅ grunn av det onde som byen har gjort seg skyldig i!»
15 Όταν ξημέρωσε, οι άγγελοι πίεζαν το Λωτ και του έλεγαν: «Σήκω, πάρε τη γυναίκα σου και τις δυο σου κόρες, που βρίσκονται εδώ, για να μην καταστραφείς για τις αμαρτίες της πόλης».
동틀 때에 천사가 롯을 재촉하여 가로되 일어나 여기 있는 네 아내와 두 딸을 이끌라 이 성의 죄악 중에 함께 멸망할까 하노라

16 Da han betenkte seg, tok mennene bÅde ham og hans kone og hans to døtre i hÅnden, og de førte ham av sted og brakte ham i sikkerhet utenfor byen. For Herren ville skÅne ham.
16 Κι επειδή καθυστερούσε, οι άντρες τον πήραν από το χέρι, αυτόν, τη γυναίκα του και τις θυγατέρες του και τους έβγαλαν έξω από την πόλη, γιατί τους λυπήθηκε ο Κύριος.
그러나 롯이 지체하매 그 사람들이 롯의 손과 그 아내의 손과 두 딸의 손을 잡아 인도하여 성밖에 두니 여호와께서 그에게 인자를 더하심이었더라

17 Da de hadde ført dem ut, sa en av mennene: «Fly for livet! Se deg ikke tilbake, og stans ikke noe sted pÅ sletten! Flykt opp i fjellene; ellers blir du revet bort!»
17 Καθώς τους έβγαζαν έξω, είπε ο ένας: «Φύγε, για να σώσεις τη ζωή σου! Μην κοιτάξεις πίσω σου και μη σταθείς πουθενά σε όλη την περιοχή. Τρέξε να σωθείς στα βουνά, για να μην καταστραφείς».
그 사람들이 그들을 밖으로 이끌어낸 후에 이르되 도망하여 생명을 보존하라 돌아보거나 들에 머무르거나 하지 말고 산으로 도망하여 멸망함을 면하라

18 Men Lot svarte: «Å nei, min herre!
18 Τότε ο Λωτ του είπε: «Σε παρακαλώ, κύριέ μου, μην το κάνεις αυτό!
롯이 그들에게 이르되 내 주여 그리 마옵소서

19 Du har jo vist godvilje mot din tjener. Stor er den troskap du har vist meg ved Å berge mitt liv. Men jeg kan ikke flykte opp i fjellene; for da kunne ulykken nÅ meg, sÅ jeg døde.
19 Ξέρω πως ευεργετήθηκα από σένα και μου έδειξες μεγάλη αγάπη που μου έσωσες τη ζωή. Αλλά εγώ δεν μπορώ να τρέχω στα βουνά. Θα με προλάβει το κακό και θα πεθάνω.
종이 주께 은혜를 얻었고 주께서 큰 인자를 내게 베푸사 내 생명을 구원하시오나 내가 도망하여 산까지 갈 수 없나이다 두렵건대 재앙을 만나 죽을까 하나이다

20 Se, den byen der er sÅ nær at jeg kan flykte dit; det er ikke store stedet. Kjære, la meg fÅ flykte dit – byen er jo sÅ liten – sÅ jeg kan berge livet!»
20 Εκεί κοντά είναι εκείνη η πόλη. Άσε με να καταφύγω σ’ αυτήν. Είναι αρκετά ασήμαντη και θα είμαι ασφαλής εκεί».
보소서 저 성은 도망하기 가깝고 작기도 하오니 나로 그곳에 도망하게 하소서 이는 작은 성이 아니니이까 내 생명이 보존되리이다

21 Da sa han til ham: «Ja, jeg gjør som du vil i dette ogsÅ; jeg skal ikke ødelegge den byen du nevner.
21 Ο Κύριος του είπε: «Θ’ ακούσω κι αυτόν το λόγο σου, και δε θα καταστρέψω την πόλη που λες.
그가 그에게 이르되 내가 이 일에도 네 소원을 들었은즉 너의 말하는 성을 멸하지 아니하리니

22 Skynd deg, flykt dit! For jeg kan ikke gjøre noe før du er kommet fram.» – Derfor heter byen Soar.
22 Τρέξε να καταφύγεις σ’ αυτήν, γιατί δεν μπορώ να κάνω τίποτε, μέχρις ότου φτάσεις εκεί». Γι’ αυτό ονόμασαν την πόλη εκείνη Σηγώρ.
그리로 속히 도망하라 네가 거기 이르기까지는 내가 아무 일도 행할 수 없노라 하였더라 그러므로 그 성 이름을 소알이라 불렀더라

23 Da solen gikk opp over landet, kom Lot fram til Soar.
23 Είχε ανατείλει ο ήλιος όταν ο Λωτ έφτασε στη Σηγώρ.
롯이 소알에 들어갈 때에 해가 돋았더라

24 Da lot Herren svovel og ild regne over Sodoma og Gomorra – ned fra Herren, fra himmelen.
24 Τότε ο Κύριος άφησε να βρέξει θειάφι και φωτιά στα Σόδομα και στα Γόμορρα εκ μέρους του Κυρίου, από τον ουρανό.
여호와께서 하늘 곧 여호와에게로서 유황과 불을 비 같이 소돔과 고모라에 내리사

25 Han ødela disse byene og hele sletten, alle som bodde i byene, og alt som grodde pÅ marken.
25 Οι πόλεις εκείνες και οι κάτοικοί τους καθώς και όλη η γύρω περιοχή και η βλάστησή της καταστράφηκαν.
그 성들과 온 들과 성에 거하는 모든 백성과 땅에 난 것을 다 엎어 멸하셨더라

26 Men Lots kone sÅ seg tilbake. Da ble hun til en saltstøtte.
26 Η γυναίκα όμως του Λωτ κοίταξε πίσω και έγινε στήλη άλατος.
롯의 아내는 뒤를 돌아 본고로 소금 기둥이 되었더라

27 Tidlig om morgenen gikk Abraham til det stedet hvor han hadde stÅtt for Herrens Åsyn.
27 Το άλλο πρωί, σηκώθηκε ο Αβραάμ και πήγε στον τόπο όπου είχε συναντηθεί με το Θεό.
아브라함이 그 아침에 일찌기 일어나 여호와의 앞에 섰던 곳에 이르러

28 Da han sÅ ut over Sodoma og Gomorra og hele slettelandet, fikk han se at røk veltet opp fra landet, som røken fra en smelteovn.
28 Κοίταξε προς τα Σόδομα και τα Γόμορρα και σ’ όλη τη γύρω περιοχή και είδε ν’ ανεβαίνει από τη γη καπνός, σαν να ήταν καπνός από καμίνι.
소돔과 고모라와 그 온 들을 향하여 눈을 들어 연기가 옹기점 연기 같이 치밀음을 보았더라

29 Slik gikk det til at Gud kom Abraham i hu da han ødela byene pÅ sletten. Han førte Lot midt ut av ødeleggelsen, som han sendte over de byene Lot hadde bodd i.
29 Όταν ο Θεός κατέστρεψε τις πόλεις της περιοχής, όπου κατοικούσε ο Λωτ, θυμήθηκε τον Αβραάμ και έσωσε το Λωτ από την καταστροφή.
하나님이 들의 성들을 멸하실 때 곧 롯의 거하는 성을 엎으실 때에 아브라함을 생각하사 롯을 그 엎으시는 중에서 내어 보내셨더라

Lots døtre
Η καταγωγή των Μωαβιτών και των Αμμωνιτών
30 Fra Soar drog Lot opp i fjellet og slo seg ned der sammen med sine to døtre; for han torde ikke bli i Soar. SÅ bodde de i en fjellhule, han og de to døtrene.
30 Ο Λωτ φοβόταν να μείνει στη Σηγώρ. Γι’ αυτό έφυγε από ’κει και κατοίκησε στα βουνά σε μια σπηλιά μαζί με τις δύο κόρες του.
롯이 소알에 거하기를 두려워하여 두 딸과 함께 소알에서 나와 산에 올라 거하되 그 두 딸과 함께 굴에 거하였더니

31 Den eldste datteren sa da til den yngste: «Far er gammel, og det fins ikke en mann her i landet som kan ha omgang med oss pÅ vanlig vis.
31 Μια μέρα, η μεγαλύτερη κόρη είπε στη μικρότερη: «Ο πατέρας μας γέρασε και δεν υπάρχει στην περιοχή άντρας να συνευρεθεί μαζί μας, όπως γίνεται σ’ όλον τον κόσμο.
큰 딸이 작은 딸에게 이르되 우리 아버지는 늙으셨고 이 땅에는 세상의 도리를 좇아 우리의 배필 될 사람이 없으니

32 Kom, la oss gi far vin Å drikke og ligge med ham, sÅ vi kan holde ætten oppe ved ham!»
32 Έλα να μεθύσουμε τον πατέρα μας με κρασί και να πλαγιάσουμε μαζί του για ν’ αφήσουμε απογόνους απ’ αυτόν».
우리가 우리 아버지에게 술을 마시우고 동침하여 우리 아버지로 말미암아 인종을 전하자 하고

33 Samme kveld skjenket de sin far vin, og den eldste gikk og la seg hos faren. Han merket ikke at hun la seg, og heller ikke at hun stod opp.
33 Μέθυσαν λοιπόν τον πατέρα τους με κρασί εκείνη τη νύχτα, και πήγε η μεγαλύτερη και κοιμήθηκε μαζί του. Εκείνος όμως δεν την κατάλαβε ούτε όταν ξάπλωσε ούτε όταν σηκώθηκε.
그 밤에 그들이 아비에게 술을 마시우고 큰 딸이 들어가서 그 아비와 동침하니라 그러나 그 아비는 그 딸의 눕고 일어나는 것을 깨닫지 못하였더라

34 Dagen etter sa den eldste til den yngste: «Hør her, i natt lÅ jeg med far. NÅ gir vi ham vin Å drikke i kveld ogsÅ. GÅ inn og legg deg hos ham, sÅ vi kan holde ætten oppe ved ham!»
34 Την άλλη μέρα η μεγάλη κόρη είπε στη μικρή: «Χτες βράδυ πλάγιασα εγώ με τον πατέρα μας. Έλα να τον μεθύσουμε κι απόψε και μετά πήγαινε να κοιμηθείς κι εσύ μαζί του, για ν’ αφήσουμε απογόνους απ’ αυτόν».
이튿날에 큰 딸이 작은 딸에게 이르되 어제밤에는 내가 우리 아버지와 동침하였으니 오늘밤에도 우리가 아버지에게 술을 마시우고 네가 들어가 동침하고 우리가 아버지로 말미암아 인종을 전하자 하고

35 De skjenket sin far vin den kvelden ogsÅ, og den yngste gikk og la seg hos ham. Han merket ikke at hun la seg, og heller ikke at hun stod opp.
35 Μέθυσαν λοιπόν και εκείνη τη νύχτα τον πατέρα τους και πήγε η μικρότερη και πλάγιασε μαζί του. Αλλά και πάλι εκείνος δεν την κατάλαβε ούτε όταν ξάπλωσε ούτε όταν σηκώθηκε.
이 밤에도 그들이 아비에게 술을 마시우고 작은 딸이 일어나 아비와 동침하니라 그러나 아비는 그 딸의 눕고 일어나는 것을 깨닫지 못하였더라

36 NÅ skulle begge Lots døtre ha barn med sin far.
36 Έτσι οι δύο κόρες του Λωτ έμειναν έγκυοι από τον πατέρα τους.
롯의 두 딸이 아비로 말미암아 잉태하고

37 Den eldste fikk en sønn og kalte ham Moab. Fra ham stammer moabittene, som ennÅ er til.
37 Η μεγαλύτερη γέννησε γιο και τον ονόμασε Μωάβ. Αυτός είναι ο γενάρχης των σημερινών Μωαβιτών.
큰 딸은 아들을 낳아 이름을 모압이라 하였으니 오늘날 모압 족속의 조상이요

38 Den yngste fikk ogsÅ en sønn og kalte ham Ben-Ammi. Fra ham stammer ammonittene, som ennÅ er til.
38 Γέννησε κι η μικρότερη γιο και τον ονόμασε Βεν-Αμμί. Αυτός είναι ο γενάρχης των σημερινών Αμμωνιτών.
작은 딸도 아들을 낳아 이름을 벤암미라 하였으니 오늘날 암몬 족속의 조상이었더라
리스트
go topmenu
   





      copyright 2023 주택닷넷 All Rights Reserved.