| | 단어 | 회화 | 주택 일기 | 동물원 | 식물원 | 기독교 | 언어 | 세계뉴스 | 아르테미스의 궁합   
성경책
구약
신약


성경 구약
분류 창세기
Første Mosebok 창세기 ΓΕΝΕΣΙΣ (24장 1절~67절)
1 Abraham var nÅ gammel, langt oppe i Årene, og Herren hadde velsignet ham i alle mÅter.
1 Ο Αβραάμ τώρα είχε φτάσει σε βαθιά γεράματα και ο Κύριος τον είχε ευλογήσει σε όλα.
아브라함이 나이 많아 늙었고 여호와께서 그의 범사에 복을 주셨더라

2 Da sa Abraham til den eldste trellen i huset, som styrte med alt det han eide: «Legg hÅnden din i fanget mitt,
2 Μια μέρα, ο Αβραάμ είπε στον πιο ηλικιωμένο δούλο του σπιτιού του, που διαχειριζόταν την περιουσία του: «Βάλε το χέρι σου κάτω από το μηρό μου,
아브라함이 자기 집 모든 소유를 맡은 늙은 종에게 이르되 청컨대 네 손을 내 환도뼈 밑에 넣으라

3 sÅ vil jeg ta deg i ed ved Herren, himmelens og jordens Gud, at du ikke tar en kone til min sønn blant døtrene til kanaaneerne som jeg bor iblant.
3 και ορκίσου στον Κύριο, το Θεό του ουρανού και της γης, ότι δε θα πάρεις για το γιο μου τον Ισαάκ γυναίκα από τις θυγατέρες των Χαναναίων, που εδώ ανάμεσά τους κατοικώ,
내가 너로 하늘의 하나님, 땅의 하나님이신 여호와를 가리켜 맹세하게 하노니 너는 나의 거하는 이 지방 가나안 족속의 딸 중에서 내 아들을 위하여 아내를 택하지 말고

4 Men til mitt eget land og folk skal du dra og hente en kone til Isak, sønnen min.»
4 αλλά θα πας στη χώρα μου και στους συγγενείς μου, να πάρεις γυναίκα για το γιο μου».
내 고향 내 족속에게로 가서 내 아들 이삭을 위하여 아내를 택하라

5 Trellen sa til ham: «Men om nÅ piken ikke er villig til Å følge meg hit til landet, skal jeg da ta sønnen din med tilbake til det landet du er kommet fra?»
5 Ο δούλος τού είπε: «Ίσως η γυναίκα να μη θελήσει να με ακολουθήσει σ’ αυτήν εδώ τη χώρα. Θα πρέπει τότε να πάω το γιο σου στη χώρα απ’ όπου έφυγες;»
종이 가로되 여자가 나를 좇아 이 땅으로 오고자 아니하거든 내가 주인의 아들을 주인의 나오신 땅으로 인도하여 돌아가리이까

6 Abraham svarte: «Vokt deg vel for Å føre sønnen min dit igjen!
6 «Πρόσεξε», του είπε ο Αβραάμ, «να μην πας το γιο μου εκεί!
아브라함이 그에게 이르되 삼가 내 아들을 그리로 데리고 돌아가지 말라

7 Herren, himmelens Gud, som tok meg bort fra min fars hus og mitt fedreland, han som talte til meg og med ed lovte meg at han ville gi min ætt dette landet, han skal sende sin engel foran deg, sÅ du finner en kone til sønnen min der.
7 Ο Κύριος, ο Θεός του ουρανού, που με πήρε από το σπίτι του πατέρα μου, από την πατρίδα μου, που μου μίλησε και μου ορκίστηκε ότι θα δώσει στους απογόνους μου αυτή τη χώρα, αυτός θα στείλει τον άγγελό του μπροστά σου, ώστε να μπορέσεις να πάρεις από ’κει γυναίκα για το γιο μου.
하늘의 하나님 여호와께서 나를 내 아버지의 집과 내 본토에서 떠나게 하시고 내게 말씀하시며 내게 맹세하여 이르시기를 이 땅을 네 씨에게 주리라 하셨으니 그가 그 사자를 네 앞서 보내실찌라 네가 거기서 내 아들을 위하여 아내를 택할찌니라

8 Men vil ikke piken følge deg, skal du være løst fra eden. Dra bare ikke dit igjen med min sønn!»
8 Κι αν η γυναίκα δε θελήσει να σε ακολουθήσει, τότε είσαι ελεύθερος από τον όρκο σου. Αλλά το γιο μου σε καμιά περίπτωση δε θα τον πας εκεί».
만일 여자가 너를 좇아 오고자 아니하면 나의 이 맹세가 너와 상관이 없나니 오직 내 아들을 데리고 그리로 가지 말찌니라

9 Da la trellen hÅnden i fanget til Abraham, sin herre, og lovte ham dette med ed.
9 Ο δούλος έβαλε το χέρι του κάτω απ’ το μηρό του Αβραάμ, του κυρίου του, και του ορκίστηκε γι’ αυτό το θέμα.
종이 이에 주인 아브라함의 환도뼈 아래 손을 넣고 이 일에 대하여 그에게 맹세하였더라

10 SÅ tok han ti av sin herres kameler og drog av sted, og alle slags kostbare saker hadde han med fra sin herre. Han gav seg pÅ vei og kom til Mesopotamia, til byen der Nakor bodde.
10 Μετά πήρε δέκα από τις καμήλες του κυρίου του και διάφορα δώρα από τα αγαθά του σπιτιού, κι έφυγε να πάει στη Μεσοποταμία, στην πόλη όπου κατοικούσε ο Ναχώρ.
이에 종이 그 주인의 약대 중 열 필을 취하고 떠났는데 곧 그 주인의 모든 좋은 것을 가지고 떠나 메소보다미아로 가서 나홀의 성에 이르러

11 Han lot kamelene legge seg ned ved en brønn utenfor byen. Det var i kveldingen, pÅ den tid kvinnene pleier Å gÅ ut for Å hente vann.
11 Όταν έφτασε έξω από την πόλη, προς το βράδυ, άφησε τις καμήλες να ξεκουραστούν κοντά στο πηγάδι· ήταν η ώρα που έρχονταν οι γυναίκες για να πάρουν νερό.
그 약대를 성밖 우물 곁에 꿇렸으니 저녁때라 여인들이 물을 길러 나올 때이었더라

12 Og han bad: «Herre, du som er min husbond Abrahams Gud, la det lykkes for meg i dag, og vis godhet mot Abraham, husbonden min!
12 Και προσευχήθηκε: «Κύριε, Θεέ του κυρίου μου του Αβραάμ», είπε, «βοήθησέ με σήμερα, και δείξε την εύνοιά σου στον κύριό μου.
그가 가로되 우리 주인 아브라함의 하나님 여호와여 원컨대 오늘날 나로 순적히 만나게 하사 나의 주인 아브라함에게 은혜를 베푸시옵소서

13 NÅ stÅr jeg her ved kilden, mens de unge pikene i byen kommer ut etter vann.
13 Εγώ θα σταθώ κοντά στην πηγή του νερού, όπου οι θυγατέρες των κατοίκων της πόλης έρχονται να πάρουν νερό.
성중 사람의 딸들이 물 길러 나오겠사오니 내가 우물 곁에 섰다가

14 Sier jeg til en pike: Hell pÅ krukken sÅ jeg fÅr drikke! og hun svarer: Bare drikk du, og jeg vil ogsÅ la dine kameler drikke – la det da være henne som du har bestemt for din tjener Isak! PÅ den mÅten kan jeg skjønne at du har vist godhet mot husbonden min.»
14 Θα πω σε μια κόρη: “κατέβασέ μου τη στάμνα σου να πιω”. Αν εκείνη μου αποκριθεί: “πιες, και θα ποτίσω και τις καμήλες σου”, τότε θα καταλάβω ότι αυτή θα είναι που προόρισες για το δούλο σου τον Ισαάκ. Έτσι θα ξέρω ότι έδειξες την εύνοιά σου στον κύριό μου».
한 소녀에게 이르기를 청컨대 너는 물 항아리를 기울여 나로 마시게 하라 하리니 그의 대답이 마시라 내가 당신의 약대에게도 마시우리라 하면 그는 주께서 주의 종 이삭을 위하여 정하신 자라 이로 인하여 주께서 나의 주인에게 은혜 베푸심을 내가 알겠나이다

15 Før han var ferdig med bønnen, traff det seg sÅ at Rebekka, datter til Betuel, kom ut med en krukke pÅ skulderen. Betuel var sønn av Milka og Nakor, bror til Abraham.
15 Δεν είχε ακόμα τελειώσει την προσευχή του, και να η Ρεβέκκα, η κόρη του Βεθουήλ, γιου της Μελχά, γυναίκας του Ναχώρ, αδερφού του Αβραάμ, ερχόταν με μια στάμνα στον ώμο.
말을 마치지 못하여서 리브가가 물 항아리를 어깨에 메고 나오니 그는 아브라함의 동생 나홀의 아내 밀가의 아들 브두엘의 소생이라

16 Det var en meget vakker pike, en jomfru som ingen mann hadde vært nær. Hun gikk ned til kilden og fylte krukken. Da hun kom opp igjen,
16 Η κόρη ήταν πολύ όμορφη στην εμφάνιση και παρθένα· κανένας άντρας δεν την είχε αγγίξει. Κατέβηκε στην πηγή, γέμισε τη στάμνα της και ξανανέβηκε.
그 소녀는 보기에 심히 아리땁고 지금까지 남자가 가까이 하지아니한 처녀더라 그가 우물에 내려가서 물을 그 물 항아리에 채워가지고 올라오는지라

17 løp trellen imot henne og sa: «La meg fÅ drikke litt vann fra krukken din!»
17 Τότε έτρεξε ο δούλος να την συναντήσει και της είπε: «Άφησέ με να πιω λίγο νερό απ’ το σταμνί σου».
종이 마주달려가서 가로되 청컨대 네 물 항아리의 물을 내게 조금 마시우라

18 Hun svarte: «Drikk, herre!» og hun skyndte seg og tok krukken ned i hÅnden og lot ham drikke.
18 Εκείνη απάντησε: «Πιες, κύριέ μου». Και πρόθυμα κατέβασε το σταμνί που κρατούσε και του έδωσε να πιει.
그가 가로되 주여 마시소서 하며 급히 그 물 항아리를 손에 내려 마시게 하고

19 Da han hadde drukket seg utørst, sa hun: «Jeg vil hente vann til kamelene dine ogsÅ, sÅ de kan fÅ slokke tørsten.»
19 Όταν πια είχε πιει αρκετά, του είπε: «Θα φέρω νερό και για τις καμήλες σου να πιουν, να ξεδιψάσουν».
마시우기를 다하고 가로되 당신의 약대도 위하여 물을 길어 그것들로 배불리 마시게 하리이다 하고

20 Og hun skyndte seg og tømte krukken i vannkaret. SÅ løp hun til brønnen igjen etter vann og lot alle kamelene hans fÅ drikke.
20 Έτρεξε, άδειασε το σταμνί της στην ποτίστρα, και πήγε πίσω στην πηγή να πάρει νερό για όλες τις καμήλες.
급히 물 항아리의 물을 구유에 붓고 다시 길으려고 우물로 달려가서 모든 약대를 위하여 긷는지라

21 Mannen stod taus og sÅ pÅ henne. Han ville vite om Herren hadde latt ferden lykkes for ham eller ikke.
21 Ο άνθρωπος την κοιτούσε σιωπηλός και με προσοχή, για να διακρίνει αν ο Κύριος είχε φέρει σε αίσιο τέλος το ταξίδι του ή όχι.
그 사람이 그를 묵묵히 주목하며 여호와께서 과연 평탄한 길을 주신 여부를 알고자 하더니

22 Da kamelene hadde drukket, tok mannen fram en gullring som veide en halv sekel, og to armbÅnd av gull til henne; de veide ti sekel.
22 Όταν ποτίστηκαν οι καμήλες, ο δούλος πήρε ένα χρυσό κρίκο για τη μύτη, βάρους μισού σίκλου, και δυο βραχιόλια για τα χέρια της κοπέλας, βάρους δέκα σίκλων χρυσού.
약대가 마시기를 다하매 그가 반 세겔중 금고리 한개와 열 세겔중 금 손목고리 한 쌍을 그에게 주며

23 Og han sa: «Hvem er du datter til? Kjære, si meg det! Er det rom for oss i din fars hus, sÅ vi kan overnatte der?»
23 Και τη ρώτησε: «Πες μου, ποιανού κόρη είσ’ εσύ; Υπάρχει χώρος στο σπίτι του πατέρα σου για να διανυκτερεύσουμε απόψε;»
가로되 네가 뉘 딸이냐 청컨대 내게 고하라 네 부친의 집에 우리 유숙할 곳이 있느냐

24 Hun svarte: «Jeg er datter til Betuel, sønn av Nakor og Milka.
24 Εκείνη απάντησε: «Εγώ είμαι κόρη του Βεθουήλ, του γιου που η Μελχά γέννησε στο Ναχώρ.
그 여자가 그에게 이르되 나는 밀가가 나홀에게 낳은 아들 브두엘의 딸이니이다

25 Det er fullt opp bÅde av halm og fôr hos oss,» sa hun, «og husrom har vi ogsÅ.»
25 Στο σπίτι μας υπάρχει και χορτάρι κι άφθονο άχυρο· υπάρχει ακόμα και χώρος για να περάσετε τη νύχτα».
또 가로되 우리에게 짚과 보리가 족하며 유숙할 곳도 있나이다

26 Da bøyde mannen seg til jorden, tilbad Herren
26 Τότε ο άνθρωπος έπεσε στη γη και προσκύνησε τον Κύριο:
이에 그 사람이 머리를 숙여 여호와께 경배하고

27 og sa: «Lovet være Herren, min husbond Abrahams Gud, han som ikke har tatt sin miskunn og trofasthet fra min husbond! Herren har ført meg den rette veien til min husbonds frender.»
27 «Ας είν’ ευλογημένος ο Κύριος, ο Θεός του κυρίου μου του Αβραάμ», είπε, «που δεν έπαψε να δείχνει την αγάπη του και την πιστότητά του στον κύριό μου. Κι εμένα ο Κύριος με οδήγησε κατευθείαν στο σπίτι του αδερφού του κυρίου μου».
가로되 나의 주인 아브라함의 하나님 여호와를 찬송하나이다 나의 주인에게 주의 인자와 성실을 끊이지 아니하셨사오며 여호와께서 길에서 나를 인도하사 내 주인의 동생집에 이르게 하셨나이다 하니라

28 Piken sprang da hjem til sin mor og fortalte alt dette.
28 Η κόρη έτρεξε στο σπίτι της μητέρας της και ανάγγειλε όλα αυτά τα συμβάντα.
소녀가 달려가서 이 일을 어미 집에 고하였더니

29 Rebekka hadde en bror som hette Laban. Han sprang ut til mannen ved kilden.
리브가에게 오라비가 있어 이름은 라반이라 그가 우물로 달려가 그 사람에게 이르니

30 Da han hadde sett ringen og armbÅndene som søsteren hadde pÅ seg, og hørt henne fortelle hva mannen hadde sagt, drog han ut til mannen. Og der stod han hos kamelene ved kilden.
29-30 Η Ρεβέκκα είχε έναν αδερφό, που ονομαζόταν Λάβαν. Μόλις αυτός είδε τον κρίκο και τα βραχιόλια στα χέρια της αδερφής του και άκουσε τα λόγια που της είχε πει ο άνθρωπος, έτρεξε να τον συναντήσει έξω από την πόλη κοντά στην πηγή, όπου στεκόταν ακόμη μαζί με τις καμήλες και περίμενε.
그가 그 누이의 고리와 그 손의 손목고리를 보고 또 그 누이 리브가가 그 사람이 자기에게 이같이 말하더라 함을 듣고 그 사람에게로 나아감이라 때에 그가 우물가 약대 곁에 섰더라

31 Laban sa: «Kom inn, du som er velsignet av Herren! Hvorfor stÅr du her ute? Jeg har ryddet i huset og stelt til rom for kamelene.»
31 «Έλα στο σπίτι μας, ευλογημένε του Κυρίου!» του είπε. «Τι στέκεσαι εδώ έξω; Έχω ετοιμάσει το σπίτι και υπάρχει τόπος και για τις καμήλες σου».
라반이 가로되 여호와께 복을 받은 자여 들어오소서 어찌 밖에 섰나이까 내가 방과 약대의 처소를 예비하였나이다

32 Da kom mannen inn i huset og lesset av kamelene. Laban hentet halm og fôr til dyrene og vann til mannen og dem som var med ham, sÅ de kunne vaske føttene.
32 Ήρθε λοιπόν, ο άνθρωπος στο σπίτι, έβγαλε τα χαλινάρια από τις καμήλες, τούς έδωσαν χορτάρι και άχυρο, και έφεραν νερό σ’ αυτόν και στους άντρες που ήταν μαζί του για να πλύνουν τα πόδια τους.
그 사람이 집으로 들어가매 라반이 약대의 짐을 부리고 짚과 보리를 약대에게 주고 그 사람의 발과 그 종자의 발 씻을 물을 주고

33 Men da de satte fram mat for ham, sa han: «Nei, jeg vil ikke spise før jeg har ført fram ærendet mitt.» De svarte: «Si det!»
33 Έπειτα του έφεραν να φάει· αυτός όμως είπε: «Δε θα φάω πριν σας πω αυτό που έχω να σας πω». Τότε του είπαν: «Μίλα».
그 앞에 식물을 베푸니 그 사람이 가로되 내가 내 일을 진술하기 전에는 먹지 아니하겠나이다 라반이 가로되 말하소서

34 Da sa han: Jeg er Abrahams trell.
34 Κι εκείνος είπε: «Εγώ είμαι δούλος του Αβραάμ.
그가 가로되 나는 아브라함의 종이니이다

35 Herren har rikt velsignet min husbond, sÅ han er blitt rik. Han har gitt ham smÅfe og storfe, sølv og gull, treller og trellkvinner, kameler og esler.
35 Ο Κύριος ευλόγησε πολύ τον κύριό μου κι έχει γίνει πάρα πολύ πλούσιος. Ο Θεός τού έδωσε πρόβατα και βόδια, ασήμι και χρυσάφι, δούλους και δούλες, καμήλες και γαϊδούρια.
여호와께서 나의 주인에게 크게 복을 주어 창성케 하시되 우양과 은금과 노비와 약대와 나귀를 그에게 주셨고

36 Og Sara, min husbonds kone, har født ham en sønn pÅ sine gamle dager; og alt han eier, har han gitt til sønnen.
36 Η Σάρρα, η γυναίκα του κυρίου μου, του γέννησε γιο στα γεράματά της κι ο κύριός μου μεταβίβασε σ’ αυτόν όλα όσα του ανήκαν.
나의 주인의 부인 사라가 노년에 나의 주인에게 아들을 낳으매 주인이 그 모든 소유를 그 아들에게 주었나이다

37 NÅ har min husbond tatt meg i ed og sagt: «Du skal ikke ta en kone til min sønn blant de unge pikene i Kanaan, det landet jeg bor i.
37 Και με όρκισε ο κύριός μου: “Δε θα πάρεις γυναίκα για το γιο μου από τις θυγατέρες των Χαναναίων, που στη χώρα τους κατοικώ,
나의 주인이 나로 맹세하게 하여 가로되 너는 내 아들을 위하여 나 사는 땅 가나안 족속의 딸 중에서 아내를 택하지 말고

38 Men du skal gÅ til min fars hus og min slekt og finne en kone til sønnen min.»
38αλλά θα πας στο σπίτι του πατέρα μου, στους συγγενείς μου, να πάρεις γυναίκα για το γιο μου”.
내 아비 집, 내 족속에게로 가서 내 아들을 위하여 아내를 택하라 하시기로

39 Da sa jeg til min husbond: «Men om nÅ piken ikke vil følge meg?»
39 Είπα τότε στον κύριό μου: “Μπορεί η γυναίκα να μη θελήσει να με ακολουθήσει”.
내가 내 주인에게 말씀하되 혹 여자가 나를 좇지 아니하면 어찌하리이까 한즉

40 Han svarte: «Jeg har vandret for Herrens Åsyn. Han skal sende sin engel med deg og la ferden lykkes for deg, sÅ du finner en kone til sønnen min av min slekt og min fars hus.
40 Κι εκείνος μου απάντησε: “Ο Κύριος, που σύμφωνα με το θέλημά του εγώ έζησα, θα στείλει τον άγγελό του μαζί σου και θα σε βοηθήσει να πετύχεις στο ταξίδι σου. Θα πάρεις για το γιο μου γυναίκα από τους συγγενείς μου, από το σπίτι του πατέρα μου.
주인이 내게 이르되 나의 섬기는 여호와께서 그 사자를 너와 함께 보내어 네게 평탄한 길을 주시리니 너는 내 족속 중 내 아비 집에서 내 아들을 위하여 아내를 택할 것이니라

41 NÅr du kommer til min slekt, skal du være løst fra eden du har sverget meg. Selv om de ikke vil la deg fÅ henne, er du løst fra den.»
41 Αν όμως πας στους συγγενείς μου κι εκείνοι δε θελήσουν να σου δώσουν γυναίκα, τότε θα είσαι ελεύθερος από τον όρκο σου”.
네가 내 족속에게 이를 때에는 네가 내 맹세와 상관이 없으리라 설혹 그들이 네게 주지 아니할찌라도 네가 내 맹세와 상관이 없으리라 하시기로

42 Da jeg kom til kilden i dag, sa jeg: «Herre, min husbond Abrahams Gud! Å, om du vil la ferden min lykkes!
42 Όταν σήμερα έφτασα στην πηγή, είπα: “Κύριε, Θεέ, του κυρίου μου, του Αβραάμ, βοήθησε να πετύχει το ταξίδι που ανέλαβα!
내가 오늘 우물에 이르러 말씀하기를 나의 주인 아브라함의 하나님 여호와여 만일 나의 행하는 길에 형통함을 주실찐대

43 Her stÅr jeg ved denne kilden. Kommer det nÅ en ung pike ut for Å hente vann, vil jeg si til henne: La meg fÅ litt vann av krukken din!
43 Εγώ θα σταθώ κοντά στη νεροπηγή. Από το κορίτσι που θα ’ρθεί να πάρει νερό, θα ζητήσω να πιω λίγο απ’ το σταμνί της.
내가 이 우물 곁에 섰다가 청년 여자가 물을 길러 오거든 내가 그에게 청하기를 너는 물 항아리의 물을 내게 조금 마시우라 하여

44 Svarer hun da: Bare drikk du, og jeg skal ogsÅ hente vann til kamelene dine, sÅ la det være den kvinnen som du, Herre, har bestemt for min husbonds sønn!»
44 Αν μου απαντήσει: ’πιες εσύ κι εγώ θα φέρω νερό να πιουν και οι καμήλες σου’, θα καταλάβω ότι αυτή είναι η γυναίκα που έχει προορίσει ο Κύριος για το γιο του κυρίου μου”.
그의 대답이 당신은 마시라 내가 또 당신의 약대를 위하여도 길으리라 하면 그 여자는 여호와께서 나의 주인의 아들을 위하여 정하여 주신 자가 되리이다 하며

45 Før jeg var ferdig med min stille bønn, kom Rebekka med krukken pÅ skulderen. Hun gikk ned til kilden og øste opp vann. Da sa jeg til henne: «Kjære, la meg fÅ drikke!»
45 Πριν ακόμα τελειώσω την προσευχή μου, η Ρεβέκκα ερχόταν με το σταμνί στον ώμο, και κατέβηκε στην πηγή να πάρει νερό. Τότε της είπα: “δώσ’ μου να πιω”.
내가 묵도하기를 마치지 못하여 리브가가 물 항아리를 어깨에 메고 나와서 우물로 내려와 긷기로 내가 그에게 이르기를 청컨대 내게 마시우라 한즉

46 Hun skyndte seg, tok krukken ned og sa: «Bare drikk du, og jeg vil ogsÅ la kamelene dine drikke.» SÅ drakk jeg, og hun gav ogsÅ kamelene vann.
46 Εκείνη κατέβασε πρόθυμα το σταμνί της από τον ώμο και μου είπε: “πιες, και θα δώσω και στις καμήλες σου να πιουν”. Τότε εγώ ήπια, κι εκείνη πότισε τις καμήλες μου.
그가 급히 물 항아리를 어깨에서 내리며 가로되 마시라 내가 당신의 약대에게도 마시우리라 하기로 내가 마시매 그가 또 약대에게도 마시운지라

47 «Hvem er du datter til?» spurte jeg henne. Hun svarte: «Jeg er datter til Betuel, sønn av Nakor og Milka.» Da satte jeg ringen i hennes nese og gullbÅndene pÅ hennes armer.
47 Έπειτα τη ρώτησα: “ποιανού κόρη είσ’ εσύ;” Και μου απάντησε ότι είναι κόρη του Βεθουήλ, του γιου που η Μελχά γέννησε στο Ναχώρ. Τότε έβαλα τον κρίκο στη μύτη της και τα βραχιόλια στα χέρια της.
내가 그에게 묻기를 네가 뉘 딸이뇨 한즉 가로되 밀가가 나홀에게 낳은 브두엘의 딸이라 하기로 내가 고리를 그 코에 꿰고 손목고리를 그 손에 끼우고

48 Og jeg bøyde meg til jorden og tilbad Herren. Jeg priste Herren, min husbond Abrahams Gud, som hadde ført meg pÅ rett vei, sÅ jeg kunne fÅ datter av min husbonds brorsønn til kone for hans sønn.
48 Ύστερα έπεσα και προσκύνησα τον Κύριο, το Θεό του κυρίου μου του Αβραάμ. Τον ευχαρίστησα που με είχε οδηγήσει στο σωστό δρόμο, ώστε να πάρω την κόρη του αδερφού τού κυρίου μου σύζυγο για το γιο του.
나의 주인 아브라함의 하나님 여호와께서 나를 바른 길로 인도하사 나의 주인의 동생의 딸을 그 아들을 위하여 택하게 하셨으므로 내가 머리를 숙여 그에게 경배하고 찬송하였나이다

49 Vil dere nÅ vise godhet og troskap mot min husbond, sÅ si meg det! Og vil dere ikke, sÅ si meg det ogsÅ, sÅ jeg vet hva jeg har Å holde meg til.
49 Τώρα, λοιπόν, αν θέλετε να δείξετε αγάπη κι εμπιστοσύνη στον κύριό μου, δηλώστε το μου. Αν όχι, πέστε μου, για να στραφώ αλλού».
나의 주인 아브라함의 하나님 여호와께서 나를 바른 길로 인도하사 나의 주인의 동생의 딸을 그 아들을 위하여 택하게 하셨으므로 내가 머리를 숙여 그에게 경배하고 찬송하였나이다

50 Da svarte Laban og Betuel: «Dette kommer fra Herren. Vi kan ingen ting si, verken fra eller til.
50 Ο Λάβαν και ο Βεθουήλ αποκρίθηκαν: «Από τον Κύριο προέρχεται αυτό το πράγμα! Εμείς δεν μπορούμε να σου πούμε ούτε ναι ούτε όχι.
라반과 브두엘이 대답하여 가로되 이 일이 여호와께로 말미암았으니 우리는 가부를 말할 수 없노라

51 Se, her har du Rebekka! Ta henne og dra hjem! La din husbonds sønn fÅ henne til kone, som Herren har sagt!»
51 Να η Ρεβέκκα, είναι στη διάθεσή σου. Πάρ’ την και πήγαινε, κι ας γίνει σύζυγος του γιου του κυρίου σου, όπως το είπε ο Κύριος».
리브가가 그대 앞에 있으니 데리고 가서 여호와의 명대로 그로 그대의 주인의 아들의 아내가 되게 하라

52 Da Abrahams trell hørte det, bøyde han seg til jorden for Herren.
52 Όταν ο δούλος τού Αβραάμ άκουσε αυτά τα λόγια, έπεσε στη γη και προσκύνησε τον Κύριο.
아브라함의 종이 그들의 말을 듣고 땅에 엎드리어 여호와께 절하고

53 SÅ tok han fram klær og smykker av sølv og gull og gav dem til Rebekka. Til broren og moren hadde han ogsÅ kostbare gaver.
53 Έπειτα έβγαλε κοσμήματα ασημένια και χρυσά και φορέματα και τα έδωσε στη Ρεβέκκα. Κι ακόμη έκανε πλούσια δώρα στον αδερφό της και στη μητέρα της.
은금 패물과 의복을 꺼내어 리브가에게 주고 그 오라비와 어미에게도 보물을 주니라

54 Siden spiste de og drakk, han og mennene som var med ham, og de ble der natten over.
Da de stod opp om morgenen, sa han: «La meg nÅ dra hjem til husbonden min!»
54 Μετά, αυτός και οι άντρες, που ήταν μαζί του, έφαγαν και ήπιαν και πέρασαν τη νύχτα εκεί. Το πρωί, όταν σηκώθηκαν, ο δούλος είπε: «Επιτρέψτε μου τώρα να γυρίσω πίσω στον κύριο μου».
이에 그들 곧 종과 종자들이 먹고 마시고 유숙하고 아침에 일어나서 그가 가로되 나를 보내어 내 주인에게로 돌아가게 하소서

55 Men Rebekkas bror og hennes mor sa: «La piken bli hos oss en tid, ti dager eller sÅ! Siden kan hun fare.»
55 Τότε ο αδερφός της και η μητέρα της είπαν: «Ας μείνει η κόρη μαζί μας λίγον καιρό ακόμα, καμιά δεκαριά μέρες, κι ύστερα φεύγεις».
리브가의 오라비와 그 어미가 가로되 소녀로 며칠을 적어도 열흘을 우리와 함께 있게 하라 그 후에 그가 갈 것이니라

56 Da svarte han: «Heft meg nÅ ikke, nÅr Herren har latt ferden lykkes for meg! La meg fÅ dra av gÅrde, sÅ jeg kan komme hjem til husbonden min!»
56 «Μη με καθυστερείτε», τους απάντησε εκείνος. «Αφού ο Θεός έκανε να πετύχει ο σκοπός του ταξιδιού μου, αφήστε με να φύγω και να πάω στον κύριό μου».
그 사람이 그들에게 이르되 나를 만류치 마소서 여호와께서 내게 형통한 길을 주셨으니 나를 보내어 내 주인에게로 돌아가게 하소서

57 De sa: «Vi skal rope pÅ piken og spørre henne selv.»
57 Εκείνοι είπαν: «Ας καλέσουμε και το κορίτσι να το ρωτήσουμε».
그들이 가로되 우리가 소녀를 불러 그에게 물으리라 하고

58 SÅ ropte de pÅ Rebekka og sa til henne: «Vil du reise med denne mannen?» Hun svarte: «Ja, det vil jeg.»
58 Φώναξαν, λοιπόν, τη Ρεβέκκα και τη ρώτησαν: «Θέλεις να πας μαζί μ’ αυτόν τον άνθρωπο;» «Θέλω», απάντησε εκείνη.
리브가를 불러 그에게 이르되 네가 이 사람과 함께 가려느냐 그가 대답하되 가겠나이다

59 SÅ lot de sin søster Rebekka og fostermoren hennes fare sammen med Abrahams trell og hans menn.
59 Τότε άφησαν να φύγει η αδερφή τους και η παραμάνα της μαζί με το δούλο τού Αβραάμ και τους ανθρώπους του.
그들이 그 누이 리브가와 그의 유모와 아브라함의 종과 종자들을 보내며

60 De velsignet Rebekka og sa til henne: «MÅtte du, vÅr søster, bli til tusen titusener! Og mÅtte dine ætlinger ta borgene fra sine fiender!»
60 Επίσης ευλόγησαν τη Ρεβέκκα μ’ αυτά τα λόγια: «Εσύ αδερφή μας, χιλιάδες μυριάδων ας γίνουν τα παιδιά σου, κι οι απόγονοί σου ας κατακτήσουν τις πόλεις των εχθρών τους!»
리브가에게 축복하여 가로되 우리 누이여 너는 천만인의 어미가 될찌어다 네 씨로 그 원수의 성문을 얻게 할찌어다

61 SÅ gjorde Rebekka og pikene hennes seg i stand, satte seg pÅ kamelene og fulgte trellen. Han tok Rebekka med seg og drog av sted.
61 Σηκώθηκε τότε η Ρεβέκκα και οι δούλες της, ανέβηκαν στις καμήλες τους για ν’ ακολουθήσουν τον άνθρωπο, και ξεκίνησαν όλοι μαζί.
리브가가 일어나 비자와 함께 약대를 타고 그 사람을 따라가니 종이 리브가를 데리고 가니라

62 Isak var nettopp kommet fra Lakai-Ro’i-brønnen. Han holdt den gang til i Negev.
62 Στο μεταξύ ο Ισαάκ είχε έρθει στην περιοχή του πηγαδιού Λαχαΐ-Ροΐ και κατοικούσε στα νότια της Χαναάν.
때에 이삭이 브엘 라해로이에서 왔으니 그가 남방에 거하였었음이라

63 Ved kveldstid tok Isak en tur ut pÅ marken. Da han sÅ opp, ble han med ett vâr noen kameler som kom.
63 Ένα βράδυ που είχε βγει στους αγρούς για να περπατήσει, κοίταξε πέρα και είδε κάτι καμήλες που πλησίαζαν.
이삭이 저물 때에 들에 나가 묵상하다가 눈을 들어 보매 약대들이 오더라

64 Og da Rebekka sÅ opp, fikk hun øye pÅ Isak. Da steg hun ned fra kamelen
64 Όταν η Ρεβέκκα είδε τον Ισαάκ, κατέβηκε αμέσως από την καμήλα,
리브가가 눈을 들어 이삭을 바라보고 약대에서 내려

65 og spurte trellen: «Hvem er den mannen som kommer imot oss borte pÅ marken?» Trellen svarte: «Det er husbonden min.» Da tok hun sløret og dekket ansiktet.
65 και ρώτησε το δούλο: «Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που έρχεται από τους αγρούς να μας συναντήσει;» Ο δούλος απάντησε: «Είναι ο κύριος μου». Τότε εκείνη πήρε το πέπλο και σκεπάστηκε.
종에게 말하되 들에서 배회하다가 우리에게로 마주 오는 자가 누구뇨 종이 가로되 이는 내 주인이니이다 리브가가 면박을 취하여 스스로 가리우더라

66 Trellen fortalte nÅ Isak alt det han hadde utrettet.
66 Ο δούλος διηγήθηκε στον Ισαάκ όλα όσα είχε πράξει.
종이 그 행한 일을 다 이삭에게 고하매

67 SÅ førte Isak Rebekka inn i teltet som hadde tilhørt Sara, hans mor. Han tok henne til kone, og han ble glad i henne. Slik fant Isak trøst i sorgen over sin mor.
67 Τότε ο Ισαάκ οδήγησε τη Ρεβέκκα στη σκηνή της μητέρας του της Σάρρας, και την πήρε για γυναίκα του. Την αγάπησε, και έτσι παρηγορήθηκε για το θάνατο της μητέρας του.
이삭이 리브가를 인도하여 모친 사라의 장막으로 들이고 그를 취하여 아내를 삼고 사랑하였으니 이삭이 모친 상사 후에 위로를 얻었더라
리스트
go topmenu
   





      copyright 2023 주택닷넷 All Rights Reserved.