| | 단어 | 회화 | 주택 일기 | 동물원 | 식물원 | 기독교 | 언어 | 세계뉴스 | 아르테미스의 궁합   
성경책
구약
신약


성경 구약
분류 창세기
Første Mosebok 창세기 ΓΕΝΕΣΙΣ (38장 1절~30절)
1 PÅ den tid drog Juda bort fra brødrene sine og slo seg ned hos en mann i Adullam som hette Hira.
1 Εκείνον τον καιρό ο Ιούδας έφυγε από τ’ αδέρφια του και εγκαταστάθηκε κοντά σ’ έναν Οδολλαμίτη, που λεγόταν Ιράς.
그 후에 유다가 자기 형제에게서 내려가서 아둘람 사람 히라에게로 나아가니라

2 Der fikk Juda se datteren til en kanaaneer som hette Sjua. Han tok henne til kone og levde sammen med henne.
2 Εκεί ο Ιούδας είδε την κόρη κάποιου Χαναναίου, που τον έλεγαν Σουά, την πήρε γυναίκα του και πλάγιασε μαζί της.
유다가 거기서 가나안 사람 수아라 하는 자의 딸을 보고 그를 취하여 동침하니

3 Hun ble med barn og fikk en sønn, som hun kalte Er.
3 Εκείνη έμεινε έγκυος και γέννησε γιο που τον ονόμασε Ηρ.
그가 잉태하여 아들을 낳으매 유다가 그 이름을 엘이라 하니라

4 SÅ ble hun med barn igjen og fødte en sønn; hun kalte ham Onan.
4 Έμεινε και πάλι έγκυος και γέννησε γιο που τον ονόμασε Αυνάν.
그가 다시 잉태하여 아들을 낳고 그 이름을 오난이라 하고

5 Siden fikk hun enda en sønn og kalte ham Sjela. Da han ble født, var Juda i Kesib.
5 Και ξαναγέννησε γιο και τον ονόμασε Σηλά. Ο Ιούδας βρισκόταν στη Χαζβί όταν γεννήθηκε ο Σηλά.
그가 또 다시 아들을 낳고 그 이름을 셀라라 하니라 그가 셀라를 낳을 때에 유다는 거십에 있었더라

6 Juda tok en kone til Er, sin eldste sønn. Hun hette Tamar.
6 Για τον πρωτότοκο γιο του τον Ηρ ο Ιούδας τού πήρε σύζυγο μια γυναίκα, που ονομαζόταν Ταμάρ.
유다가 장자 엘을 위하여 아내를 취하니 그 이름은 다말이더라

7 Men Er, Judas eldste sønn, gjorde det som var ondt i Herrens øyne, og Herren lot ham dø.
7 Ο Ηρ όμως δυσαρέστησε τον Κύριο, και ο Κύριος τον θανάτωσε.
유다의 장자 엘이 여호와 목전에 악하므로 여호와께서 그를 죽이신지라

8 Da sa Juda til Onan: «Ta din brors kone hjem til deg, gift deg med henne i din brors sted, sÅ du kan skaffe din bror etterkommere.»
8 Τότε ο Ιούδας είπε στον Αυνάν: «Πήγαινε στη γυναίκα του αδερφού σου και εκπλήρωσε το καθήκον σου ως αδερφός του άντρα της, να δώσεις απόγονο στον αδερφό σου».
유다가 오난에게 이르되 네 형수에게로 들어가서 남편의 아우의 본분을 행하여 네 형을 위하여 씨가 있게 하라

9 Men Onan visste at barna ikke skulle høre ham til. NÅr han hadde omgang med sin brors kone, lot han sæden gÅ til spille pÅ jorden, for at broren ikke skulle fÅ etterkommere.
9 Ο Αυνάν, επειδή ήξερε ότι ο απόγονος δε θα ανήκε σ’ αυτόν, κάθε φορά που πλάγιαζε με τη γυναίκα του αδερφού του, έριχνε το σπέρμα στη γη, για να μη δώσει απόγονο στον αδερφό του.
오난이 그 씨가 자기 것이 되지 않을줄 알므로 형수에게 들어갔을 때에 형에게 아들을 얻게 아니하려고 땅에 설정하매

10 Men det Onan gjorde, var ondt i Herrens øyne, og han lot ogsÅ ham dø.
10 Αυτό που έκανε όμως δυσαρέστησε τον Κύριο, γι’ αυτό τον θανάτωσε κι αυτόν.
그 일이 여호와 목전에 악하므로 여호와께서 그도 죽이시니

11 Da sa Juda til Tamar, sin svigerdatter: «NÅ mÅ du bo som enke i din fars hus, til min sønn Sjela blir voksen.» For han tenkte: «Kanskje han ogsÅ kommer til Å dø likesom brødrene hans.» SÅ drog Tamar hjem og bodde i sin fars hus.
11 Τότε ο Ιούδας είπε στην Ταμάρ τη νύφη του: «Μείνε χήρα στο σπίτι του πατέρα σου, ώσπου να μεγαλώσει ο γιος μου ο Σηλά» –γιατί φοβήθηκε μήπως θανατωθεί κι αυτός όπως τ’ αδέρφια του. Έτσι, η Ταμάρ πήγε κι έμεινε στο σπίτι του πατέρα της.
유다가 그 며느리 다말에게 이르되 수절하고 네 아비 집에 있어서 내 아들 셀라가 장성하기를 기다리라 하니 셀라도 그 형들 같이 죽을까 염려함이라 다말이 가서 그 아비 집에 있으니라

12 Lang tid etter døde Sjuas datter, konen til Juda. Da sørgetiden var over, gikk Juda opp til Timna, til dem som klipte sauene hans, og hans venn Hira fra Adullam var med ham.
12 Μετά από καιρό, πέθανε η γυναίκα του Ιούδα, κόρη του Σουά. Όταν τελείωσε το πένθος, ο Ιούδας πήγε μαζί με το φίλο του τον Ιρά τον Οδολλαμίτη στην Τιμνά, να δει αυτούς που κούρευαν τα κοπάδια του.
얼마 후에 유다의 아내 수아의 딸이 죽은지라 유다가 위로를 받은 후에 그 친구 아둘람 사람 히라와 함께 딤나로 올라가서 자기 양털 깎는 자에게 이르렀더니

13 Tamar fikk vite at hennes svigerfar var pÅ vei opp til Timna for Å klippe sauene sine.
13 Ειδοποίησαν λοιπόν την Ταμάρ ότι ο πεθερός της ανέβαινε στην Τιμνά για το κούρεμα των κοπαδιών.
혹이 다말에게 고하되 네 시부가 자기 양털을 깎으려고 딤나에 올라왔다 한지라

14 Da tok hun av seg enkeklærne og hadde pÅ seg et slør som hun hyllet seg inn i. SÅ satte hun seg ved inngangen til Enajim, pÅ veien til Timna. For hun sÅ at Sjela var blitt voksen, men likevel var hun ikke blitt hans kone.
14 Τότε εκείνη έβγαλε τα φορέματα της χηρείας της, σκεπάστηκε με πέπλο, καλλωπίστηκε και κάθισε στο σημείο όπου ο δρόμος που οδηγεί στην Τιμνά διασταυρώνεται με το δρόμο προς την Αιναΐμ· γιατί έβλεπε ότι ο Σηλά είχε μεγαλώσει αλλά δεν του την είχαν δώσει για γυναίκα.
그가 그 과부의 의복을 벗고 면박으로 얼굴을 가리고 몸을 휩싸고 딤나 길곁 에나임 문에 앉으니 이는 셀라가 장성함을 보았어도 자기를 그의 아내로 주지 않음을 인함이라

15 Da Juda fikk øye pÅ henne, tenkte han at det var en skjøge; for hun hadde dekket ansiktet.
15 Ο Ιούδας όταν την είδε τη νόμισε για πόρνη, γιατί είχε σκεπασμένο το πρόσωπό της.
그가 얼굴을 가리웠으므로 유다가 그를 보고 창녀로 여겨

16 Han tok av fra veien, gikk bort til henne og sa: «Kom, la meg fÅ ligge med deg!» For han visste ikke at det var hans sønnekone. Hun sa: «Hva gir du meg hvis du fÅr ligge med meg?»
16 Πήγε λοιπόν προς το μέρος της και της είπε: «Άσε με να πλαγιάσω μαζί σου». Δεν την αναγνώριζε βέβαια ότι ήταν νύφη του. Εκείνη όμως του είπε: «Τι θα μου δώσεις για να πλαγιάσεις μαζί μου;»
길곁으로 그에게 나아가 가로되 청컨대 나로 네게 들어가게 하라 하니 그 자부인줄 알지 못하였음이라 그가 가로되 당신이 무엇을 주고 내게 들어 오려느냐

17 Han svarte: «Jeg skal sende deg et kje av buskapen min.» Da sa hun: «SÅ gi meg et pant til du fÅr sendt det!»
17 Αυτός απάντησε: «Θα σου στείλω ένα κατσίκι από το κοπάδι μου». «Σύμφωνοι», του λέει εκείνη, «αλλά θα μου αφήσεις ένα ενέχυρο ώσπου να μου στείλεις το κατσίκι».
유다가 가로되 내가 내 떼에서 염소 새끼를 주리라 그가 가로되 당신이 그것을 줄 때까지 약조물을 주겠느냐

18 «Hva skal jeg gi deg i pant?» spurte han. Hun svarte: «Seglet og snoren, og staven du har i hÅnden.» Han gav henne det. SÅ fikk han ligge med henne, og hun ble med barn.
18 Εκείνος τη ρώτησε: «Τι ενέχυρο να σου δώσω;» Και του απάντησε: «Το δαχτυλίδι σου με το σφραγιδόλιθο, το περιλαίμιό σου και το ραβδί που κρατάς στο χέρι σου». Της τα έδωσε και πήγε μαζί της, κι εκείνη έμεινε έγκυος απ’ αυτόν.
유다가 가로되 무슨 약조물을 네게 주랴 그가 가로되 당신의 도장과 그 끈과 당신의 손에 있는 지팡이로 하라 유다가 그것들을 그에게 주고 그에게로 들어갔더니 그가 유다로 말미암아 잉태하였더라

19 Hun stod opp og gikk sin vei. SÅ tok hun av seg sløret og hadde pÅ seg enkeklærne.
19 Έπειτα σηκώθηκε κι έφυγε· έβγαλε το πέπλο από πάνω της, και ξαναφόρεσε τα φορέματα της χηρείας της.
그가 일어나 떠나가서 그 면박을 벗고 과부의 의복을 도로 입으니라

20 Juda sendte kjeet med sin venn fra Adullam og ville fÅ igjen pantet av kvinnen. Men han fant henne ikke.
20 Ο Ιούδας έστειλε το κατσίκι με το φίλο του τον Οδολλαμίτη για να πάρει πίσω τα ενέχυρα από τη γυναίκα, αλλά εκείνος δεν τη βρήκε.
유다가 그 친구 아둘람 사람의 손에 부탁하여 염소 새끼를 보내고 그 여인의 손에서 약조물을 찾으려 하였으나 그가 그 여인을 찾지 못한지라

21 Da spurte han folk der pÅ stedet: «Hvor er tempelskjøgen i Enajim, hun som satt ved veien?» De svarte: «Det har ikke vært noen skjøge her.»
21 Ρώτησε τους ανθρώπους του τόπου εκεί: «Πού είν’ εκείνη η πόρνη που καθόταν στην Αιναΐμ, πλάι στο δρόμο;» Αλλά αυτοί του απάντησαν: «Δεν ήταν εδώ καμιά πόρνη».
그가 그곳 사람에게 물어 가로되 길 곁 에나임에 있던 창녀가 어디 있느냐 그들이 가로되 여기는 창녀가 없느니라

22 SÅ gikk han tilbake til Juda og sa: «Jeg fant henne ikke, og folk pÅ stedet sa til og med at det ikke hadde vært noen skjøge der.»
22 Τότε γύρισε πίσω στον Ιούδα και του είπε: «Δεν τη βρήκα· κι οι άνθρωποι του τόπου εκείνου μου είπαν ότι δεν ήταν εκεί καμιά πόρνη».
그가 유다에게로 돌아와 가로되 내가 그를 찾지 못하고 그곳 사람도 이르기를 여기는 창녀가 없다 하더라

23 Da sa Juda: «La henne bare beholde pantet, sÅ vi ikke fÅr skam av dette! Jeg har jo sendt henne kjeet, men du fant henne ikke.»
23 Ο Ιούδας είπε: «Ας τα κρατήσει· μόνο να μη γελοιοποιηθούμε. Εγώ το κατσίκι το ’στειλα αλλά εσύ δεν τη βρήκες».
유다가 가로되 그로 그것을 가지게 두라 우리가 부끄러움을 당할까 하노라 내가 이 염소 새끼를 보내었으나 그대가 그를 찾지 못하였느니라

24 Omkring tre mÅneder senere kom folk og sa til Juda: «Tamar, din sønnekone, har drevet hor og er blitt med barn.» Da sa Juda: «Før henne ut, hun skal brennes!»
24 Μετά από τρεις περίπου μήνες, ήρθαν και είπαν στον Ιούδα: «Η νύφη σου η Ταμάρ πόρνεψε, και μάλιστα έμεινε έγκυος από την πορνεία της». Τότε ο Ιούδας είπε: «Βγάλτε την έξω από την πόλη για να καεί».
석달쯤 후에 혹이 유다에게 고하여 가로되 네 며느리 다말이 행음하였고 그 행음함을 인하여 잉태하였느니라 유다가 가로되 그를 끌어내어 불사르라

25 Men da hun ble ført ut, sendte hun bud til sin svigerfar: «Den mannen som eier disse tingene, han er far til mitt barn. Se etter hvem det er som eier dette seglet og snoren og staven!» sa hun.
25 Την ώρα που την οδηγούσαν έξω, έστειλε να πουν στον πεθερό της: «Από τον άντρα που του ανήκουν αυτά τα πράγματα, απ’ αυτόν είμαι έγκυος. Αναγνώρισε, λοιπόν», του λέει, «ποιανού είναι αυτό το περιλαίμιο, το ραβδί και το δαχτυλίδι με το σφραγιδόλιθο;»
여인이 끌려 나갈 때에 보내어 시부에게 이르되 이 물건 임자로 말미암아 잉태하였나이다 청컨대 보소서 이 도장과 그 끈과 지팡이가 뉘 것이니이까 한지라

26 Da Juda hadde sett pÅ dem, sa han: «Hun er i sin gode rett mot meg, fordi jeg ikke har gitt henne til min sønn Sjela.» Siden hadde han ikke omgang med henne.
26 Ο Ιούδας τα αναγνώρισε και είπε: «Αυτή είναι πιο δίκαιη από μένα, γιατί δεν την έδωσα στο Σηλά το γιο μου για γυναίκα». Και δεν ξαναπλάγιασε μαζί της.
유다가 그것들을 알아보고 가로되 그는 나보다 옳도다 내가 그를 내 아들 셀라에게 주지 아니하였음이로다 하고 다시는 그를 가까이 하지 아니하였더라

27 Da det led mot den tiden da hun skulle føde, viste det seg at det var tvillinger i hennes liv.
27 Όταν ήρθε ο καιρός να γεννήσει η Ταμάρ, βρέθηκαν δίδυμα στην κοιλιά της.
임산하여 보니 쌍태라

28 Under fødselen stakk den ene fram en hÅnd. Jordmoren tok en rød trÅd, bandt den om hÅnden og sa: «Han kom først.»
28 Την ώρα της γέννας, το ένα παιδί έβγαλε έξω το χέρι του. Η μαμή το έπιασε και του έδεσε ένα κόκκινο νήμα, και είπε: «Αυτός βγήκε πρώτος».
해산할 때에 손이 나오는지라 산파가 가로되 이는 먼저 나온 자라 하고 홍사를 가져 그 손에 매었더니

29 Men sÅ trakk han hÅnden tilbake, og hans bror kom fram. Da sa hun: «Hvordan er det du bryter deg fram?» Derfor kalte de ham Peres.
29 Εκείνος όμως τράβηξε το χέρι του κι αμέσως βγήκε ο αδερφός του. Τότε η μαμή είπε: «Τι σκίσιμο έκανες!» Γι’ αυτό τον ονόμασαν Φαρές.
그 손을 도로 들이며 그 형제가 나오는지라 산파가 가로되 네가 어찌하여 터치고 나오느냐 한 고로 그 이름을 베레스라 불렀고

30 SÅ kom broren, han som hadde den røde trÅden om hÅnden. Ham kalte de Serah.
30 Έπειτα βγήκε ο αδερφός του, που είχε στο χέρι του το κόκκινο νήμα και τον ονόμασαν Ζαράχ.
그 형제 곧 손에 홍사 있는 자가 뒤에 나오니 그 이름을 세라라 불렀더라
리스트
go topmenu
   





      copyright 2023 주택닷넷 All Rights Reserved.